- ὅσσῳ
- ὅσοςas great asmasc/neut dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όσσω — ὄσσω (Α) (αιολ. τ.) βλ. όσσομαι … Dictionary of Greek
ὄσσω — ὄσσε the two eyes neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄττω — ὄσσω , ὄσσε the two eyes neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσωι — ὅσσῳ , ὅσος as great as masc/neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσσομαι — ὄσσομαι και ενεργ. αιολ. τ. ὄσσω (Α) 1. βλέπω 2. συλλαμβάνω με τον νου, φαντάζομαι 3. προβλέπω, προμαντεύω 4. (συν. για κάτι κακό) προμηνύω, προλέγω, ιδίως με το βλέμμα μου ή με κινήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *okw (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. ye / o (πρβλ … Dictionary of Greek